νήστιμος

νήστιμος
νήστιμος, -ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, -ον)
αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γνώρ-ιμος, κάρπ-ιμος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νήστιμος — of abstinence masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστίμοις — νήστιμος of abstinence masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστίμου — νήστιμος of abstinence masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστίμους — νήστιμος of abstinence masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νηστίμων — νήστιμος of abstinence masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεσονήστιμος — μεσονήστιμος, ον (Μ) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέσο τής νηστείας ή αυτός που συμπίπτει με το μέσο τής νηστείας 2. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ μεσονήστιμος, τὸ μεσονήστιμον η μεσαία εβδομάδα τής Μεγάλης Σαρακοστής. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • προνήστιμος — ον, Μ [νήστιμος] ο πριν από τη νηστεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”