- νήστιμος
- νήστιμος, -ον (ΑΜ, Α και νήστειμος, -ον)αυτός που ανήκει στη νηστεία ή που κατά τη διάρκειά του γίνεται νηστεία («τοὺς νηστείμους ἑβδομάδας», πάπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆστις «νηστικός» + κατάλ. -ιμος (πρβλ. γνώρ-ιμος, κάρπ-ιμος)].
Dictionary of Greek. 2013.